- αλμικανταράτος
- ο (Αστρον.)κάθε μικρός κύκλος τής ουράνιας σφαίρας που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα. Δύο αντικείμενα που βρίσκονται επάνω στον ίδιο αλμικανταράτο έχουν το ίδιο ύψος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. almicantarat < μσν. λατ. almicantarath < αραβ. λ. almuqantarāt < αραβ. άρθρο al + muqantarāt, πληθ. τού muqantarah «αλμικανταράτος, υψιπαράλληλος, ηλιακό ρολόι» < qantarah «γέφυρα, αψίδα, στοά»].
Dictionary of Greek. 2013.